καλοπουλώ

καλοπουλώ
καλοπουλώ και καλοπουλάω καλοπούλησα, καλοπουλήθηκα, καλοπουλημένος, πουλώ κάτι σε ικανοποιητική τιμή: Καλοπουλήθηκαν φέτος τα καπνά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοπουλώ — και καλοπουλάω πουλώ κάτι εύκολα και σε καλή, ικανοποιητική τιμή, ακριβοπουλώ, μοσχοπουλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”